- ελάχιστος
- -η, -οεπίρρ. -α1. πάρα πολύ μικρός, πάρα πολύ λίγος, παραμικρός.2. το ουδ. ως ουσ., ελάχιστο, α. το κατώτατο όριο ποσού ή μεγέθους: Περιόρισε τα έξοδά του στο ελάχιστο. β. (μαθ.), η μικρότερη από τις τιμές που μπορεί να πάρει μία συνάρτηση σε ορισμένα όρια. γ. (μετεωρ.), η μικρότερη τιμή που παίρνει ένα στοιχείο ή ένα φαινόμενο σε ορισμένη χρονική περίοδο. δ. ως επίρρ., το ελάχιστο ή τουλάχιστο(ν), το λιγότερο: Να τελειώσει τουλάχιστο το γυμνάσιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.