ελάχιστος

ελάχιστος
-η, -ο
επίρρ.
1. πάρα πολύ μικρός, πάρα πολύ λίγος, παραμικρός.
2. το ουδ. ως ουσ., ελάχιστο, α. το κατώτατο όριο ποσού ή μεγέθους: Περιόρισε τα έξοδά του στο ελάχιστο. β. (μαθ.), η μικρότερη από τις τιμές που μπορεί να πάρει μία συνάρτηση σε ορισμένα όρια. γ. (μετεωρ.), η μικρότερη τιμή που παίρνει ένα στοιχείο ή ένα φαινόμενο σε ορισμένη χρονική περίοδο. δ. ως επίρρ., το ελάχιστο ή τουλάχιστο(ν), το λιγότερο: Να τελειώσει τουλάχιστο το γυμνάσιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐλάχιστος — smallest masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελάχιστος — η, ο (AM ἐλάχιστος, η, ον) 1. πάρα πολύ λίγος ή πάρα πολύ μικρός 2. (για ανθρώπους) ο τελευταίος απ όλους, ο πιο ασήμαντος 3. (σε ευχές και προσευχές τής χριστιανικής εκκλησίας, ως ομολογία ταπεινότητας ενώπιον τού θεού) ο πιο ασήμαντος, ο πιο… …   Dictionary of Greek

  • ἐλαχιστοτέρων — ἐλάχιστος smallest fem gen pl ἐλάχιστος smallest masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαχιστότερον — ἐλάχιστος smallest masc acc sg ἐλάχιστος smallest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαχίστων — ἐλάχιστος smallest fem gen pl ἐλάχιστος smallest masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαχίστως — ἐλάχιστος smallest adverbial ἐλάχιστος smallest masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλάχιστον — ἐλάχιστος smallest masc acc sg ἐλάχιστος smallest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαχιστοτέρους — ἐλάχιστος smallest masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαχιστοτέρῳ — ἐλάχιστος smallest masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαχιστότεραι — ἐλάχιστος smallest fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”